- μοσσύνειν
- μοσσύνειν (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μασᾱσθαι βραδέως».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μασῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
menth-2 — menth 2 English meaning: to chew, mouth Deutsche Übersetzung: “kauen; Gebiß, Mund” Material: O.Ind. math “ devour “: Gk. μάθυιαι γνάθοι Hes. (compare ματτύνη “Maced. Fleischgericht”), μασάομαι “ chew, bite” (from *μαθια , IE… … Proto-Indo-European etymological dictionary